μυρίζω

μυρίζω
(ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον]
αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου
β) καθιστώ κάτι φανερό, πιστοποιώ, αποδεικνύω («πόθο κι ερωτιά μυρίζεις», Πάστ. φίδ.)
γ) γίνομαι αντιληπτός
δ) δίνω χαρά, ανακουφίζω («όταν τή δω, μυρίζει την καρδιά μου»)
2. (τριτοπρόσ.) μυρίζει
α) αναδίδεται, διαχέεται ευχάριστη ή δυσάρεστη οσμή (α. «μυρίζει ωραία στο δωμάτιο» β. «μυρίζει καρβουνίλας»)
β) (με γεν. προσ.) επιθυμώ ή επιδιώκω κάτι επωφελές ή ευχάριστο για τον εαυτό μου («παλαμίδα μού μυρίζει»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μυρισμένος, -η, -ο
α) αυτός που είναι αρωματικός
β) (για τρόφιμα) αυτός που έχει βρομήσει λόγω τής αποσυνθέσεως που έχει υποστεί
4. φρ. α) «μυρίζει μπαρούτι» — επίκειται κίνδυνος ή σύγκρουση
β) «ο ένας (ή η μία) τής (ή τού) βρομά κι ο άλλος (ή η άλλη) τής (ή τού) μυρίζει» — λέγεται για πολύ δύστροπο άνθρωπο
γ) «κάτι άσχημο μού μυρίζει» — κάτι δεν πάει καλά, κάτι ύποπτο υπάρχει
δ) «δέν μύρισα τα δάκτυλά μου» — δεν είχα τα απαραίτητα δεδομένα για να προβλέψω τί θα συμβεί
5. παροιμ. «πέρυσι κάηκε και φέτος μύρισε» — λέγεται για ένα γεγονός που γίνεται γνωστό με καθυστέρηση ή στην περίπτωση που κάποιος σχολιάζει ή επικρίνει ένα περιστατικό καθυστερημένα
(νεοελλ.-μσν.)
1. αναδίδω ευχάριστη οσμή, μοσχοβολάω, ευωδιάζω («μύρισε ο τόπος από τις ανθισμένες λεμονιές»)
2. εκπέμπω δυσάρεστη οσμή, βρομάω («το κρέας, αν μείνει έξω από το ψυγείο, θα μυρίσει»)
3. απολαμβάνω τη μυρωδιά, την ευωδιά που αναδίδει κάτι (α. «μυρίζω τα ευωδιαστά λουλούδια» β. «σκύβω στα άνθη και μυρίζω»)
4. κάνω κάποιον ή κάτι να ευωδιάζει, ραίνω κάτι με άρωμα
5. μέσ. μυρίζομαι
α) οσμίζομαι, οσφραίνομαι την οσμή που αναδίδεται από κάπου, αισθάνομαι τη μυρωδιά κάποιου («ο σκύλος μέ μυρίστηκε που γύρισα»)
β) μτφ. αντιλαμβάνομαι κάτι από ένστικτο, προαισθάνομαι, υποψιάζομαι (α. «έχει μια ικανότητα να μυρίζεται από μακριά τον κίνδυνο» β. «μυρίστηκα ότι θα υπάρχει πτώση στο χρηματιστήριο και απέσυρα έγκαιρα τις μετοχές μου»)
6. μτφ. εκπέμπω, αναδίδω την ευωδία τής αρετής, τής καλοσύνης ή τής ευγένειας που έχω («εμυρίστηκεν ο Θεός την ταπείνωσίν μου», Ροδιν.)
7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) α) ευωδιαστός, αρωματικός, μυρωδάτος
β) αυτός που έχει χαρακτηριστική μυρωδιά
μσν.
1. (για σκήνωμα αγίου) αναβλύζω μύρο
2. (για τον Θεό) αναγνωρίζω ή αποδέχομαι κάποιον ή κάτι ή ικανοποιούμαι με κάτι
(μσν. -αρχ.) μεταδίδω σε κάποιον ή σε κάτι την ευωδιά μου, καθιστώ κάτι ευώδες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυρίζω — rub with ointment pres subj act 1st sg μυρίζω rub with ointment pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίζω — μυρίζω, μύρισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. μυρίζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μυρίζω — μύρισα, μυρίστηκα, μυρισμένος 1. μτβ., οσφραίνομαι, οσμίζομαι: Μυρίζω το άρωμα του γιασεμιού. 2. αμτβ., αναδίνω ευχάριστη ή δυσάρεστη μυρουδιά: Μυρίζει ο ιδρώτας του. 3. φρ., «Μυρίζει μπαρούτη», βλ. μπαρούτη· «Μύρισα τα δάχτυλά μου»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεμυρισμένα — μυρίζω rub with ointment perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμυρισμένᾱ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμυρισμένᾱ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίζῃ — μυρίζω rub with ointment pres subj mp 2nd sg μυρίζω rub with ointment pres ind mp 2nd sg μυρίζω rub with ointment pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίσει — μυρίζω rub with ointment aor subj act 3rd sg (epic) μυρίζω rub with ointment fut ind mid 2nd sg μυρίζω rub with ointment fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρίσω — μυρίζω rub with ointment aor subj act 1st sg μυρίζω rub with ointment fut ind act 1st sg μυρίζω rub with ointment aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμυρισμέναι — μυρίζω rub with ointment perf part mp fem nom/voc pl μεμυρισμένᾱͅ , μυρίζω rub with ointment perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμυρισμένον — μυρίζω rub with ointment perf part mp masc acc sg μυρίζω rub with ointment perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμυρισμένων — μυρίζω rub with ointment perf part mp fem gen pl μυρίζω rub with ointment perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”